ὕσεως

ὕσεως
ὕσεω̆ς , ὗσις
a raining
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πήγνυσις — ύσεως, ἡ, Α η πήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από τον ενεστ. πήγνυ μι + κατάλ. σις] …   Dictionary of Greek

  • παράρτυσις — ύσεως, ἡ, Α [παραρτύω] 1. ετοιμασία 2. η προσθήκη αρτυμάτων και καρυκευμάτων …   Dictionary of Greek

  • παρέκφυσις — ύσεως, ἡ, Α [έκφυσις] έκφυση κοντά σε κάποια άλλη έκφυση …   Dictionary of Greek

  • παρένδυσις — ύσεως, ἡ, Α [παρενδύομαι] λαθραία εισβολή, κρυφή εισχώρηση …   Dictionary of Greek

  • περίκλυσις — ύσεως, ἡ, Α [περικλύζω] 1. (ιδίως σχετικά με το σώμα) πλύσιμο ολόκληρης τής επιφάνειας, περικλυσμός* 2. καταιόνηση …   Dictionary of Greek

  • περίλυσις — ύσεως, η, ΜΑ [περιλύω] κατάργηση, διάλυση (α. «ἀπονηστίζεσθαι τῇ τοῡ Πάσχα περιλύσει» β. «περίλυσις γάμου») αρχ. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Περιλύσεις τίτλος έργου τού Μουσαίου …   Dictionary of Greek

  • περίπλυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιπλύνω] υδαρής αποπάτηση («κοιλίης περίπλυσις ἐξέρυθρος», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • περίρρυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. περιρροή*, το να ρέει κάτι γύρω γύρω, από παντού 2. ακατάσχετη ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρρυσις (< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. κατά ρρυσις] …   Dictionary of Greek

  • περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιήλυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο 2. η περιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”